τσέρλα

τσέρλα
η, Ν
βλ. τσίρλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσίρλα — και τσέρλα, η, Ν υδαρές αποπάτημα, διάρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < Υποχωρητ. παρ. τού ρ. τσιρλώ] …   Dictionary of Greek

  • τσίρλα — η και τσέρλα, η νερουλό αποπάτημα, διαρροϊκά κόπρανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”