τσίρλα — και τσέρλα, η, Ν υδαρές αποπάτημα, διάρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < Υποχωρητ. παρ. τού ρ. τσιρλώ] … Dictionary of Greek
τσίρλα — η και τσέρλα, η νερουλό αποπάτημα, διαρροϊκά κόπρανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)